δενδροτομώ

δενδροτομώ
(AM δενδροτομῶ, -έω) [δενδροτόμος]
κόβω δένδρα
αρχ.
1. ερημώνω μια περιοχή κόβοντας τα δένδρα της (κυρίως τα καρποφόρα)
2. φρ. «δενδροτομῶ νῶτον» — ξυλοκοπώ, δέρνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αδενδροτόμητος — η, ο [δενδροτομώ] (για τόπο) αυτός που δεν δενδροτομήθηκε, που δεν υλοτομήθηκε …   Dictionary of Greek

  • δενδροτομία — η (AM δεντροτομία) [δενδροτομώ] το κόψιμο τών δένδρων, η υλοτομία νεοελλ. η ενίσχυση αμυντικών έργων με κορμούς δένδρων αρχ. η καταστροφή εχθρικής περιοχής που επιτυγχάνεται με το κόψιμο δένδρων …   Dictionary of Greek

  • δενδροτόμηση — η το να κόβει κανείς δένδρα, η υλοτομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δενδροτομώ. Η λ. δενδροτόμησις μαρτυρείται από το 1896 στον Λαζ. Βελέλη] …   Dictionary of Greek

  • κατακόβω — και κατακόπτω και κατακόφτω (AM κατακόπτω) 1. κόβω κάτι σε πολλά τεμάχια, κατακομματιάζω («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», Διόδ.) 2. κόβω κάτι σε μεγάλο βάθος και έκταση 3. σφάζω, πετσοκόβω («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”